- ἀσκαρδαμυκτί
- ἀσκαρδᾰμυκτ-ί, Adv. of sq.,A without winking, with unchanged look, X.Cyr.1.4.28, Luc.Tim.14, Gal.7.91, Poll.2.67, v.l.in Ar.Eq.292.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσκαρδαμυκτί — without winking indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκαρδάμυκτος — ἀσκαρδάμυκτος, ον (Α) [σκαρδαμύσσω] 1. αυτός που δεν κινεί τα βλέφαρα 2. επίρρ. ἀσκαρδαμυκτί χωρίς να ανοιγοκλείνει κάποιος τα μάτια, ατενώς … Dictionary of Greek